ευχέρεια

ευχέρεια
η (ΑΜ εὐχέρεια) [ευχερής]
ευκολία, ικανότητα, δυνατότητα, άνεση στη χρησιμοποίηση ανθρώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων
μσν.
ευκαιρία
αρχ.
1. (για την τέχνη) άνεση, ευκολία κινήσεων
2. κλίση, διάθεση, ροπή για κάτι
3. προθυμία για κάτι
4. (με κακή σημ.) επιπόλαιη συμπεριφορά, ελαφρότητα στους τρόπους
5. κουφότητα, ελαφρότητα
6. θρασύτητα, υβριστική διαγωγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὐχερείᾳ — εὐχερείᾱͅ , εὐχέρεια tolerance of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχέρεια — tolerance of fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευχέρεια — η ευκολία, άνεση στο να κάνω ή να χρησιμοποιήσω κάτι: Έχειευχέρεια στο λόγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακριτική ευχέρεια — Η δυνατότητα ενός οργάνου, φορέα ή προσώπου να αποφασίζει και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια ενός ή περισσότερων νομικών κανόνων, με δική του κρίση ή εκτίμηση πραγματικών περιστατικών. Μπορεί να είναι περιορισμένη ή απόλυτη, οπότε ο παράγοντας της… …   Dictionary of Greek

  • εὐχερείας — εὐχερείᾱς , εὐχέρεια tolerance of fem acc pl εὐχερείᾱς , εὐχέρεια tolerance of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχερείαις — εὐχέρεια tolerance of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχέρειαι — εὐχέρεια tolerance of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχέρειαν — εὐχέρεια tolerance of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναστολή — Ο όρος κυριολεκτικά σημαίνει διακοπή μιας φυσιολογικής δραστηριότητας. (Ιατρ.) Αρχικά, α. χαρακτηριζόταν η ενέργεια που ασκεί ένα νευρικό κέντρο για να ελαττώσει ή να εξαλείψει τα αποτελέσματα της φυσιολογικής δραστηριότητας ενός άλλου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”