εὐχερείᾳ — εὐχερείᾱͅ , εὐχέρεια tolerance of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχέρεια — tolerance of fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχέρεια — η ευκολία, άνεση στο να κάνω ή να χρησιμοποιήσω κάτι: Έχειευχέρεια στο λόγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακριτική ευχέρεια — Η δυνατότητα ενός οργάνου, φορέα ή προσώπου να αποφασίζει και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια ενός ή περισσότερων νομικών κανόνων, με δική του κρίση ή εκτίμηση πραγματικών περιστατικών. Μπορεί να είναι περιορισμένη ή απόλυτη, οπότε ο παράγοντας της… … Dictionary of Greek
εὐχερείας — εὐχερείᾱς , εὐχέρεια tolerance of fem acc pl εὐχερείᾱς , εὐχέρεια tolerance of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχερείαις — εὐχέρεια tolerance of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχέρειαι — εὐχέρεια tolerance of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχέρειαν — εὐχέρεια tolerance of fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναστολή — Ο όρος κυριολεκτικά σημαίνει διακοπή μιας φυσιολογικής δραστηριότητας. (Ιατρ.) Αρχικά, α. χαρακτηριζόταν η ενέργεια που ασκεί ένα νευρικό κέντρο για να ελαττώσει ή να εξαλείψει τα αποτελέσματα της φυσιολογικής δραστηριότητας ενός άλλου νευρικού… … Dictionary of Greek
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek